ἀρρωστήσει

ἀρρωστήσει
ἀρρωστέω
to be unwell
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀρρωστέω
to be unwell
fut ind mid 2nd sg
ἀρρωστέω
to be unwell
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ρρωστήσει , ἀρρωστέω
to be unwell
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ρρωστήσει , ἀρρωστέω
to be unwell
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Mia Kardia — Μια Καρδιά EP by Katy Garbi Released November 14, 2002 …   Wikipedia

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αρρωστημένος — η, ο 1. αυτός που έχει αρρωστήσει 2. ο καχεκτικός 3. αυτός που δεν είναι ζωηρός, κανονικός 4. (για δέντρα) αυτό που δεν είναι δροσερό ούτε υγιές …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιοφόρος — ο, θηλ. και α ιατρ. (χαρακτηρισμός ατόμου που βρίσκεται στην ανάρρωση ή δεν έχει αρρωστήσει εμφανώς από λοιμώδες νόσημα και το οποίο αποβάλλει από τον οργανισμό του συνεχώς μικρόβια, αποτελώντας μόνιμη αφανή πηγή μόλυνσης για το περιβάλλον.… …   Dictionary of Greek

  • μπλαστρώνω — [μπλάστρι] 1. επιθέτω έμπλαστρο 2. φρ. «τόν μπλάστρωσα στο ξύλο» τόν έδειρα ανηλεώς ώσπου να αρρωστήσει …   Dictionary of Greek

  • Βαλδουίνος — I (Baldwin). Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (1171 1205). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204 5). Κόμης της Φλάνδρας, από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας (1202) και –μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης– ο… …   Dictionary of Greek

  • αρρωσταίνω — και αρρωστάω και αρρωστώ ησα, ημένος, αμτβ. 1. ασθενώ: Ως τα σήμερα δεν αρρώστησα ποτέ. 2. στενοχωρούμαι, υποφέρω: Όταν αντικρίζω αυτόν τον άνθρωπο, αρρωσταίνω. 3. μτβ., προκαλώ αρρώστια, στενοχώρια: Αυτός ο καιρός θα μας αρρωστήσει όλους. – Μ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμαχιάρης, -α, -ικο — και νταμαχιάρης, α, ικο αυτός που έχει πολύ ταμάχι (βλ. λ.), πλεονέκτης: Ταμαχιάρικο παιδί, θ αρρωστήσει απ το φαΐ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοβούμαι — και φοβάμαι φοβήθηκα, φοβισμένος 1. μτβ. και αμτβ., με πιάνει φόβος, αισθάνομαι φόβο, δοκιμάζω το συναίσθημα του κινδύνου, τρομάζω, δειλιάζω, λιγοψυχώ, σκιάζομαι: Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. 2. ανησυχώ για κάτι, είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”